- περιοικίδων
- περιοικίςdwellingfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιοικίς — ίδος, ἡ, Α 1. ως επίθ. γειτονική (α. «νήσων τῶν περιοικίδων», Θουκ. β) «τὰς περιοικίδας κώμας», Πολ.) 2. ως ουσ. α) η περιοχή γύρω από πόλη, τα περίχωρα («καὶ τῶν αὐτόθεν ἐκ τῆς περιοικίδος Ἡλείων μάχῃ ἐκράτησαν», Θουκ.) β) πόλη κατοικούμενη από… … Dictionary of Greek
Σκιρίτις — Περιοχή στα σύνορα της Αρκαδίας και της Λακωνίας. Εκτεινόταν«από τις ΒΔ υπώρειες του Πάρνωνα ως τον Άνω Ευρώτα και βρισκόταν ανατολικά της Αιγύτιδας. Από την αρχή η περιοχή αυτή ανήκε εθνολογικά στους Αρκάδες. Η αύξηση του κράτους της Σπάρτης… … Dictionary of Greek